top of page

Στο κινηματογραφικό έργο Clouds of Sils Maria (Olivier Assayas, 2014), η μυθοπλασία και η πραγματικότητα γίνονται αμφίσημες και ρευστές. Τα όρια, η ταυτότητα και ο χρόνος δεν είναι έννοιες μόνιμες.

/ Πού βρίσκονται τώρα;

επίλογος

H Juliette Binoche υποδύεται την Μαρία Εντερς, μια επιτυχημένη βετεράνο ηθοποιό, που ξεκίνησε την καριέρα της ως πρωταγωνίστρια στο θεατρικό έργο “Maloja Snake” του συγγραφέα Βίλχελμ Μελχιόρ και στην κινηματογραφική του διασκευή. Το έργο περιβάλλει μια νεαρή κοπέλα, την Σίγκριντ, η σκληρότητα και ο ερωτισμός της οποίας οδηγούν την μεγαλύτερή της Έλενα στην αυτοκτονία. Είκοσι χρόνια μετά την επιτυχία της ως Σίγκριντ, που την έχει ακολουθήσει σε όλη της την καριέρα, ένας επίδοξος νεαρός σκηνοθέτης πείθει τη Μαρία να πρωταγωνιστήσει σε μια αναβίωση του "Maloja Snake", μόνο που αυτή τη φορά η μεσήλικας Μαρία καλείται να παίξει τον δεύτερο ρόλο της Έλενα. 

 

Διστακτικά, για να προετοιμαστεί για την επερχόμενη αντιστροφή ρόλων, η Μαρία απομονώνεται σε ένα ορεινό εξοχικό στο χωριό Σιλς Μαρία στην Ελβετία, με τη νεαρή βοηθό της Βάλενταϊν (την οποία υποδύεται η Kristen Stewart). Η Βάλενταϊν, πρακτική, ευαίσθητη, στοχαστική, λειτουργεί ως η δικλίδα επικοινωνίας της ηθοποιού με την πραγματικότητα και τον έξω κόσμο. Η Βάλενταϊν δέχεται το μεγαλύτερο μέρος της απογοήτευσης της Μαρία καθώς διαβάζει τα λόγια της Σίγκριντ. 

 

Η Μαρία βυθίζεται στην πρόβα, στην άρνηση, τη θλίψη για το χαμένο μεγαλείο, τις αμφιβολίες και τις νευρώσεις της. Καθώς δοκιμάζει απρόθυμα το πετσί της Έλενα, η διαδικασία γίνεται έντονη και αγχωτική. Η Μαρία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον εαυτό της, τον προηγούμενο ρόλο της ως Σίγκριντ που δεν δέχεται να αποτινάξει και τον ρόλο που καλείται να παίξει. Η απομόνωση, η νοσταλγία, η σύγκρουση, η πλοκή του θεατρικού και η ένταση της πρόβας πληροφορούν τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ηθοποιού και της βοηθού της. Γίνεται φανερό ότι έχουν αρχίσει να υποδύονται το θεατρικό. Οι ταυτότητές τους συγχωνεύονται με τους ρόλους τους, και η μεταξύ τους δυναμική κάνει τα όρια ασαφή. 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ Clouds of Sils Maria

FADE IN:

ΕΞΩΤ. ΧΙΟΝΟΛΟΦΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ MALOJA. - ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ

Όμορφες σκηνές τοπίων της λίμνης, σε ένα κυκλοθυμικό, κρύο πρωινό φως. Χιονίζει ελαφρά. Η Μαρία και η Βαλ κάνουν πεζοπορία σε ένα στενό βραχώδες μονοπάτι, με τη Βαλ να οδηγεί με έναν ανοιχτό χάρτη μπροστά της. Θα δουν επιτέλους από κοντά το φίδι της Maloja, έναν σχηματισμό των σύννεφων που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, φαίνεται να χύνεται από την πεδιάδα στο ποτάμι.

ΜΑΡΙΑ

Πέρασα όλη τη νύχτα σκεπτόμενη τον θάνατο της Έλενα.

 

ΒΑΛ 

Τον θάνατό της; Δεν πεθαίνει απαραίτητα, απλώς εξαφανίζεται.

 

ΜΑΡΙΑ

Αυτή είναι η δικιά σου ερμηνεία.

 

ΒΑΛ 

Λοιπόν είναι - είναι αρκετά διφορούμενο.

 

ΜΑΡΙΑ

Βγαίνει για πεζοπορία και δεν επιστρέφει ποτέ, μου φαίνεται αρκετά ξεκάθαρο.

 

ΒΑΛ 

Δεν το ξέρεις αυτό. Θα μπορούσε να επανεφεύρει τον εαυτό της κάπου αλλού, δεν μπορούμε να το ξέρουμε σίγουρα.

 

ΜΑΡΙΑ

Ενοχλημένα, ανυπόμονα.

Μπορείς να φαντάζεσαι ό,τι θέλεις. Πάμε σωστα; Θέλω να πω, δεν με πειράζει να ξυπνάω χαράματα, αλλά δε θέλω να χαθώ στα βουνά και να χάσω το φίδι.

 

ΒΑΛ 

Βασικά φτάσαμε. Είσαι χαρούμενη τώρα;

 

ΜΑΡΙΑ

Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι φτάσαμε;

 

Η Βαλ φαίνεται να πλησιάζει τα όριά της. Σηκώνει το χάρτη στο χιόνι.

 

ΒΑΛ 

Έχω χάρτη! Θέλεις να σου δείξω; Έλα εδώ. Αυτή είναι η στροφή που μόλις περάσαμε πριν δέκα λεπτά και ακριβώς η επόμενη στροφή βλέπει θέα την κοιλάδα. Το βλέπεις;

 

ΜΑΡΙΑ

Πώς το ξέρεις;

 

ΒΑΛ 

Πώς το-;

 

Κοιτάζει τη Μαρία στα μάτια για μια στιγμή, δύσπιστη, μετά απομακρύνεται γρήγορα, μουρμουρίζοντας κάτω από την ανάσα της. Συνεχίζει αποφασιστικά το μονοπάτι.

 

Είσαι τελείως στραβόξυλο, Χριστέ μου!

 

ΜΑΡΙΑ

Δεν ξέρω γιατί επιμένεις τόσο πολύ να κάνεις το έργο να πει το αντίθετο από αυτό που ήθελε να πει.

 

ΒΑΛ 

Στα είκοσί σου έβλεπες τη φιλοδοξία της Σίγκριντ και τη βία της, γιατί την ένιωθες μέσα σου.

 

ΜΑΡΙΑ

Και;

 

ΒΑΛ 

Ε, αυτό λέω. Το κείμενο είναι σαν αντικείμενο. Αλλάζει προοπτική με βάση το πού βρίσκεσαι.

 

ΜΑΡΙΑ

Δεν ξέρω.

 

Η Βαλ παίρνει μια κοφτή ανάσα, τελείωσε η υπομονή της για την αεικίνητη, πεισματάρα Μαρία. Καταλαβαίνει ότι μιλάει μάταια.

 

ΒΑΛ 

Πρέπει να πάμε, θα χάσουμε το φίδι.

 

ΜΑΡΙΑ

Δεν θα υπάρχει φίδι.

 

ΒΑΛ 

Γάμησέ το.

Αρχίζουν να περπατούν ξανά, κάτω από τον ξεσκέπαστο τώρα ήλιο. Βλέπουμε ότι η θέα προς την κοιλάδα είναι κοντά. Η Μαρία οδηγεί τώρα, ακολουθώντας κατηφορικά το βουνό. Η κάμερα αντικρίζει τις γυναίκες να κατεβαίνουν έναν μικρό λόφο, και να χάνονται στην άκρη της παρακείμενης ανάβασης. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, η Μαρία ανεβαίνει μόνη της και ορμάει διασχίζοντας τα υπόλοιπα μέτρα μέχρι την άκρη, που βλέπει την ηλιόλουστη κοιλάδα και το ποτάμι. Πέφτει στο ξερό γρασίδι και δείχνει στην απόσταση, όπου ένας βαρύς, σχεδόν υγρός σχηματισμός σύννεφων ξεχύνεται ανάμεσα στα βουνά.

ΜΑΡΙΑ

Κοίτα εκεί! Αυτό είναι το φίδι; Όχι. Όχι, είναι απλώς ομίχλη. Ή ομίχλη. Αλλά διαλύεται. Και πάλι πολύ όμορφο, όμως, ε; Είναι σαν να μαζεύεται και να ξεχύνεται στην κοιλάδα. Ή ίσως και να είναι το φίδι. Θα πρέπει να κάνουμε υπομονή. Όχι, δεν είναι το φίδι - Ω ναι! Νομίζω ότι μετατρέπεται σε φίδι! Εσυ τι λες;

Γυρίζει, αναζητώντας την σύντροφό της. Η Βαλ δεν υπάρχει πουθενά. Η Μαρία σηκώνεται μανιασμένη από το έδαφος, κοιτάζει τριγύρω.

Βαλ; Τι στο διάολο κάνεις?

Η Μαρία φεύγει, ουρλιάζοντας το όνομα της Βαλ. Χάνει το φαινόμενο του φιδιού.

FADE OUT

Βαλ;! ΒΑΛ ! Απάντησε μου! Βαλ;!

artworks-000204481171-q6g5h9-t500x500 maloja snake.jpg
1280px-2020-08-23_12-34-56_Schweiz_Plaun_da_Lej_Isola_1859.5.jpg

Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τη Βάλενταϊν. Το κείμενο, όπως αυτοχαρακτηρίζεται (“Το κείμενο είναι σαν αντικείμενο”), μένει ακίνητο και αφήνεται να εξεταστεί και να αμφισβητηθεί από όλες τις πλευρές. Τι απέγινε η Βαλ; Η λογική εξήγηση παραμένει ότι η Βαλ παράτησε τη Μαρία επί τόπου, μη μπορώντας να συνεχίσει να δουλεύει μαζί της. Ή θα μπορούσε να είχε τραυματιστεί ή να πέσει κατά λάθος σε έναν απότομο λόφο, χωρίς να το αντιληφθεί η Μαρία. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν μας μένει περιθώριο να υποθέσουμε, αφού τη στιγμή που το κείμενο σταματά να δίνει απαντήσεις, πέρα από υποθέσεις, ο χαρακτήρας παύει να υπάρχει, έχοντας υπηρετήσει το σκοπό του στην ιστορία του παρόντος. Η Βαλ, εξουθενωμένη με τη Μαρία, εκμεταλλεύεται την ιδιότητά της ως μύθευμα - παράλογο ον, αυτομολεί και εξαϋλώνεται.

Η συνολική δομή του κινηματογραφικού έργου Clouds of Sils Maria περιλαμβάνει όχι μόνο τον εαυτό του και ένα θεατρικό μέσα στην ταινία, αλλά και μια ταινία μέσα στην ταινία, επειδή το έργο θολώνει τη σχέση του με την πραγματική ζωή. Υπάρχουν παραλληλίες, ταυτοχρονίες, που στέκονται η μια δίπλα στην άλλη και εμβαθύνουν στα επίπεδα της μυθοπλασίας, συγκεντρώνοντας πολλαπλές συνειδήσεις στις πρωταγωνίστριες. Οι ρόλοι, χαρακτήρες, ταυτότητες συγχωνεύονται με τέτοιο τρόπο, που η φύση τους απλώνει προσπαθώντας να καλύψει πολλαπλά επίπεδα ύπαρξης: δύο πραγματικότητες (τη δική μας και τη δική τους) και δυο μυθοπλασίες (τη δική μας και τη δική τους). Η φύση τους, που είναι μυθική άρα ήδη δοσμένη ως σχεδόν ανυπόστατη, φευγαλέα, ξεχειλώνει και εκφυλίζεται. Η διαπλοκή των πραγματικοτήτων εξαλείφει την ακεραιότητά τους. Με αυτό το δεδομένο, με την φόρμα της μυθοπλασίας πλασμένη έτσι, η απότομη εξαφάνιση της Βάλενταϊν δεν φαίνεται καθόλου παράξενη ή μη ρεαλιστική. Η ίδια η φόρμα - κι όχι το περιεχόμενο - είναι μη ρεαλιστική. 

H Βάλενταϊν, σε μια πράξη εν είδει σπασίματος του τέταρτου τοίχου, μαρτυρά ότι είναι ψεύτικη, φανταστική. Εξαφανίζεται και με αυτόν τον τρόπο παραδέχεται την πολλαπλή συνείδησή της και την πλασματική φύση της. Λέει τα ανείπωτα, αποκαλύπτει την αληθινή της ταυτότητα, ως υλικό της μυθοπλασίας που την περιλαμβάνει. Η φόρμα είναι μη ρεαλιστική. Η εξαφάνισή της, πριν την τελευταία πράξη του έργου, λειτουργεί και σαν επίλογος. Η Βάλενταϊν σπάει τη σύμβαση της μυθοπλασίας, παραβλέπει το αξίωμα της ταύτισης μαζί της, και χάνεται απρόσκοπτα, σαν να απευθύνεται στο κοινό. Μετά την παραδοχή της, η Βάλενταϊν βουτάει πανηγυρικά στην ανυπαρξία. 

Η αυθόρμητη εξαφάνιση της Βάλενταϊν εγείρει το ερώτημα: Τι συμβαίνει στους φανταστικούς χαρακτήρες, αυτά τα παράλογα αντικείμενα, όταν τελειώνει η ιστορία; 

Κάθε μυθοπλασία είναι πάντα ήδη κείμενη, έχει συμβεί πολύ παλιά και πολύ μακριά, σε μια απερίγραπτη απόσταση από μας. Η τετελεσμένη της φύση είναι αδιαπέραστη - τα γεγονότα μέσα της δεν μπορούν να αλλάξουν. Ο εφήμερος δημιουργημένος κόσμος δεν παραχωρεί - είναι περιχαρακωμένος και πέρα από τα όριά του δεν υπάρχουν νέα συμβάντα, μόνο ενδόρρηξη και επιστροφή στην αρχή. 

Το χρονικό τέλος του μέσου (κειμένου, κινηματογράφου, θεατρικού έργου) σημειώνει το ίδιο το τέλος του αφηγημένου χώρου και χρόνου και όλων των χαρακτήρων, "νεκρών" ή "ζωντανών". Τα παράλογα αντικείμενα, τα μυθεύματα, έχουν το ακαταλόγιστο. “Γι’αυτό οι άνθρωποι κλαίνε στις ταινίες: γιατί όλοι είναι καταδικασμένοι. Στις ταινίες κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του με κανέναν τρόπο. Η μοίρα τους έχει ήδη κατοχυρωθεί από τη στιγμή που εμφανίζονται στην οθόνη.” Βλέπε το βιβλίο Wolf in White Van, του John Darnielle. Η μυθική φύση είναι ήδη δοσμένη ως φευγαλέα. 

Τα γεγονότα κάθε μυθοπλασίας έχουν συμβεί ήδη, ταυτόχρονα όμως, συμβαίνουν και ακριβώς τώρα, ακριβώς τη στιγμή της ανάγνωσής τους και σε κάθε τους ανάγνωση. Τα μυθεύματα υφίστανται κατά την ασχολία μας μαζί τους -μόνο η εξωτερική παρατήρηση τα κρατάει ακέραια. Η συνηγορία μας, η μαρτυρία μας θέτει σε κίνηση αυτό που είναι να συμβεί. Ο χρόνος ύπαρξής τους είναι ακριβώς ο χρόνος που δίνεται μαρτυρία αυτής της ύπαρξης και το πλαίσιο είναι το πλαίσιο του μυθοπλαστικού κανόνα. Τα παράλογα αντικείμενα είναι εξαρχής καταδικασμένα, αλλά για τον ίδιο λόγο είναι πλήρη. “Ο τραγικός ήρωας έχει ολοκληρωθεί. Μπορείς να τον αποκαλέσεις δυστυχισμένο (μίζερο, εντελώς συντετριμμένο) ακόμη και πριν πεθάνει. Για μια στιγμή είναι σαν κάτι θεϊκό. Και μετά πεθαίνει, γιατί δεν μένει τίποτα να κάνει. Το κέντρο κάθε τραγωδίας είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που έχει ήδη πεθάνει αλλά συνεχίζει να μιλάει, κάποιου που το πρόσωπο του είναι μια μάσκα”. Βλέπε το κείμενο “Οι Θεοί Σκάνε Μύτη”, του Michael Kinnucan. Η παραδοχή της πλασματικότητάς τους, προσωρινότητάς τους, της εξάρτησης τους από μάρτυρες, τα απομυθοποιεί μέσα από την μυθοποίησή τους. Μόλις γίνουμε μάρτυρες της τελευταίας σκηνής ενός φανταστικού χαρακτήρα, δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε την εκπνοή της ύπαρξής του.  

ΥΠΟΘΕΣΗ

ΕΞ. ΠΟΛΥΣΥΧΝΑΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ - ΒΡΑΔΥ

Βρίσκομαι με τη φίλη μου τη Σ. πίνουμε ένα ποτήρι κρασί και κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, της λεω πως πετάγομαι μέχρι το περίπτερο να πάρω τσιγάρα (μια επίφαση). Έχω πάνω μου λίγα μετρητά και σηκώνομαι και φεύγω. Στην πραγματικότητα, περνάω από το περίπτερο, φεύγω από το περίπτερο και συνεχίζω να περπατάω. Περπατάω για ώρες. Από γνωστούς δεν πετυχαίνω κανέναν. Κανένας δεν με ξέρει, κι όσοι με ξέρουν δεν είναι εδώ. Όσοι με θυμούνται δεν είναι εδώ για να με τοποθετήσουν (μόνο στο παρελθόν, μόνο στο παρελθόν). Τυχαίνει να μην παρατηρεί κανείς τις κινήσεις μου, την παρουσία μου. 

 

ΕΞ. ΘΕΡΜΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ - ΝΥΧΤΑ

Έχω απομακρυνθεί αρκετά και σίγουρα η Σ. θα με ψάχνει (δε θα με βρει). Δεν έχω χαθεί εντελώς, αλλά δεν ξέρω να πω με σιγουριά πού βρίσκομαι. Βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους - είμαι υπαρκτή. Τα μάτια τους είναι κλειστά και κανένας δεν με ξέρει -στο τέλος της αντίστροφης μέτρησης ξεκινάει η στιγμή που κρατάει, η στιγμή που η ύπαρξή μου επιβεβαιώνεται πλέον μόνο από την αυτοπαραδοχή της. Οπότε φωνάζω, είμαι υπαρκτή. Τα μάτια των μαρτύρων μου είναι κλειστά. Φωνάζω συχνά κάθε λίγα μέτρα, είμαι ακόμα υπαρκτή, είμαι ακόμα υπαρκτή. Φωνάζω όλο και πιο αραιά ότι είμαι, όντως, ακόμα υπαρκτή, μέχρι που έχει περάσει ώρα που φώναξα. Λίγο αργότερα, έχω εξαφανιστεί.

 

Μπορεί κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό να υπάρχει; Στην πραγματικότητα, εξαφανίστηκα αρκετά νωρίτερα, τη στιγμή που πήρε τα μάτια του από πάνω μου ο τελευταίος μου μάρτυρας, τη στιγμή της τελευταίας -αποτυχημένης- επιβεβαίωσης της ύπαρξής μου.

 

Ανεπιβεβαίωτη ύπαρξη που δεν είναι παρά μια επίφαση, μαρτυρία που δίνει υπόσταση.

 

 

--Η ταυτότητα που παραμένει ανεπιβεβαίωτη προβλέπει μια φευγαλέα ύπαρξη.--

bottom of page