top of page

/ Υ.Γ. [σε πρωτοπρόσωπη

πρωσοπρώτοπη
ρητοπροσπώ πω

το πωρόη πσωρπ] 

πρώτα πρώτα τελειώνει, μετά γράφεται και ξαπλώνεται κάτω

για εμένα είναι το ίδιο όπως υπήρξε πάντοτε

το ίδιο το ίδιο ήταν και πριν και το ίδιο θα ήταν και μετά

άστο πάνω μου να φέρω το τέλος από την αρχή

στέκομαι πάνω από το τούνελ που σκάψαμε στη γη, λέμε

ότι εμβαθύνουμε ο ένας στον άλλον, ότι εμβαθύνουμε στα πράγματα

ότι εμβαθύνουμε στους άλλους, οι δυο μας μαζί, αλλά

πρέπει να σταματήσουμε το σκάψιμο κάποια στιγμή

κάποιες στιγμές

ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων

 

ίσως το χώμα να ήταν πολύ σκληρό, ίσως να ήταν βράχια

και να μην φτάσαμε στα βαθύτερα εσώτερα μεγέθη

ίσως να ήταν άμμος

και η τρύπα να γέμιζε αμέσως χωρίς να το καταλάβουμε

και να καταναλωνόταν

και ίσως να θαφτήκαμε ως τον λαιμό στην πορεία

ίσως κιόλας να ήταν ο πιο εύπλαστος άργιλος

και να έχουν απομείνει όλα τα ίχνη του σκαψίματός μας

δεν έχουμε κάτσει να κοιτάξουμε πάνω, τριγύρω

πού ήμασταν και πού φτάσαμε, άλλωστε

γιατί να σκάβουμε μόνο

γιατί να σκάβουμε με τέτοια μανία 

να σκάβουμε το χώμα που πατάμε

για να έχουμε κάπου να κρυφτούμε;

λες να σκάβουμε τους άλλους και εμάς

τι θέλουμε να βρούμε πια τόσο βαθιά ή μάλλον

τι θέλουμε και να κρύψουμε

ελα ντε: σκάβω προς τα κάτω ή οριζόντια

η διαδρομή ήταν επιμελώς ακέραιη

και είμαι σχολαστική: δεν μπορώ ούτε να ακούσω, ούτε να μιλήσω

 

οι σήραγγές μας πρέπει να χωράνε κι άλλους,

κάποιος πρέπει να κρατάει και το φως, κάποιος το κλουβί του καναρινιού

και λοιπά

κρατάω το φως και το καναρίνι, σκάβω με το αριστερό πόδι μου, το δεξί ή το μέτωπο

μου λείπουν οι μιμητικές δεξιότητες της καθημερινής φασαρίας

ή σκάβεις, φωτίζεις και αναπνέεις

ή δεν το κάνεις καθόλου

 

μέσα στις διάφορες μεθόδους σκαψίματος, οι δικές μας διαφέρουν 

και καθώς πλησιάζω στο να γίνω ακόμα πιο περιγραφική, 

παραδέχομαι την πλάνη μου:

δεν ξέρω που κατέληξες

εγω είμαι στη στάση, κρατάω το ένα μάτι κλειστό, 

με το άλλο μετράω περαστικούς

με μετράνε κι αυτοί, τους γαυγίζω

δοκιμάζω το ένα μάτι, μετά το άλλο

είναι για να ισορροπήσω το μέσα με το έξω

 

υπάρχει άλλο πράγμα να καταπιαστείς από το σκάψιμο άραγε;

το σπάσιμο, τον θρυμματισμό

αυτήν τη μανιώδη αταξία που τα χωράει όλα

κι έτσι, γέμισε ο τόπος τρύπες 

και μπάζα και 

άγνωστης ταυτότητας έρποντα αντικείμενα

ο τόπος είναι διάτρητος

και το χώμα διασπείρεται

κι ο αέρας

και η θάλασσα

για αυτό πνίγονται τόσοι

πέφτουν μέσα σε τρύπες, δικές τους ή αλλωνών,

σκάβουν τρύπες στο νερό

και πέφτουν από τις γέφυρες

και ρίχνουν τα αεροπλάνα 

πίσω από τις γραμμές του εχθρού

όλα χωράνε μέσα, και απαντάω με σιγουριά

ότι πέρα από το σκάψιμο

υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, ή μάλλον

πέρα από το μη σκάψιμο, υπάρχουν

και υπάρχει και το αξίωμα: ότι ο έρωτας είναι η διασπορά

ή ότι το να ερωτεύεσαι σημαίνει ότι

σκάβεις τον άλλον ή θάβεις τον άλλον ή κρύβεσαι 

παρασπονδώ, υπνοβατώ

 

η αρχή και το τέλος της συμπληρωματικότητας, επανέρχομαι

διασκορπίζομαι και συμπληρώνομαι, τελικά

ισοπεδώνομαι

κουμπώνομαι και επιβραβεύομαι

αυτό το υπερ-ον που φτιάξαμε μαζί, με τα κουσούρια μας σε καταστολή

κρύβει το ένα ατροφικό χεράκι

και η ηρεμία κάτω από το άγριο, δηλητηριασμένο ποτάμι

είμαστε εμείς (με τον καιρό

θα νιώσουμε το βάρος να πέφτει

το λησμονημένο με τον καιρό, το ακατονόμαστο, 

που θα το δείχνουμε με το δάχτυλο)

 

μετά ψάχνω για γέφυρες

 

ανεβαίνω και περνάω αντίπερα

κι αν το χώμα ήταν πράγματι άργιλος

τι όμορφο γλυπτό στο αρνητικό του

η συμπληρωματικοτητα μας έχει σχήμα

είμαστε εμείς και ο χώρος που ανοίγουν τα σώματά μας

που χορεύουν μεταξύ τους και ανάμεσα στα πράγματα

ειναι η ουρά των κινήσεών μας που αυτονομείται

και το σχήμα παίρνει όνομα, σαν κάτι ολότελα καινούργιο

σιγοτραγουδάω σε διάφορες γλώσσες,

πριν πιάσει τη συχνότητά μου το ραντάρ

βέβαια, όλο και κάποιο τυχαίο αυτί ακούει

και μετά σε κρατάει υπόλογο για τη γλώσσα που έτυχε να πιάσει

[και πού να εξηγώ ότι όχι δεν εννοούσα αυτό

ήταν λάθος ο χρωματισμός της φωνής

κι έχω ήδη καταναλώσει αυτό το ευαίσθητο τμήμα χρόνου

στην κουβέντα όπου υπάρχει η σπιρτάδα, η φρεσκάδα, η ρευστότητα

μετά η συζήτηση αμέσως θα μεστώσει απότομα 

και θα πέσει κάτω

θα εξηγούμαστε, θα ξανασκεφτόμαστε, θα παίρνουμε πράγματα πίσω

να σε συγχωρώ, να με συγχωρείς

γιατί τελικά τίποτα δεν είπαμε

μόνο μάθαμε καλύτερα ο ένας τον άλλον για μια στιγμή

έμαθα μόνο πόσο σε νοιάζει αν σε παρεξηγήσω

(δεν το πήρες για αστείο)

κι εσύ δεν έμαθες τίποτα

με είδες μόνο να κομπιάζω, να μπερδεύω τη γλώσσα μου και

ίσως να με βρήκες λίγο χαζή ή λίγο επιφανειακή ή

τέλος πάντων δεν είπαμε και κάτι το σπουδαίο

ή το τρομερά απρόσμενο

και τελείωσε κάπου εκεί]

 

καλπάζω έτσι και υπεκφεύγω γιατί κουράζομαι, είναι η αλήθεια

ίσως γιατί στην πραγματικότητα θα ήθελα

θα προτιμούσα, να μιλάω μόνο για τον εαυτό μου

μια απρόσεκτη, εγωίστρια

κάνω άλματα και φυτεύω χιλιόμετρα ανάμεσά τους

είναι γιατί έχω μια τρελή ιδέα για τον εαυτό μου

κάτι υπερβατικό

λες και μόλις στραφείς από την άλλη

εμένα θα έρθει ο αέρας να με πάρει και να με σηκώσει

στη μέση μιας πρότασής σου

πάντα λες και περιμένω να με πάρει ο αέρας 

δουλεύω, δουλεύω, κινούμαι, μιλάω

κάνω πλάνα, αλλά 

κάθε λίγο και λιγάκι σταματάω και περιμένω

ακούω, αφουγκράζομαι, για να αναγνωρίσω 

τον ήχο, κάποιον καινούριο ήχο, κάποιον άγνωστο 

μέχρι τώρα ήχο, τον ήχο που

 

θα χτυπήσει μέσα μου, θα χτυπήσει 

πάνω σε κάτι γνώριμο σε αυτόν και κάτι 

άγνωστο σε μένα, κάτι που ξέχασα και για αυτό

το αυλάκι κάτω από τη μύτη και πάνω από το στόμα

όπως τα σκυλιά το κρατάω υγρό

κι εκεί θα τον μυρίσω, έναν καινούριο φωτεινό αέρα 

που θα ταξιδεύει χιλιετίες χωρίς να σταματάει 

πάντα βρίσκει κάποια νέα επιφάνεια 

να την χτυπήσει με ορμή, για να πάρει νέα ώθηση

στροβιλίζει στα στενά

βουτάει στη θάλασσα

γυρνάει γύρω-γύρω στη γη

αποφασιστικός άνεμος που συλλέγει 

τη μνήμη όλου του κόσμου 

και πάντα φροντίζει να ζει

να ζει για να μη σβήσει, να τρέχει 

εμφανίζεται μια στις τόσες, αλλά ξέρω ότι ξαναγυρίζει 

για να μας αρπάξει

σταματάω, κάθομαι και περιμένω 

τον αέρα να με αρπάξει, τον τραγουδιστό, τον μυρωδάτο 

από τη μια στιγμή στην άλλη, θα με πάρει

 

θα αιωρούμαι εκεί και θα πετάω

θα με βαστάει ο αέρας από τη μέση

και θα πετάμε μέχρι να χαθώ

περιμένω να έρθει ο αέρας να με πάρει

λες και είναι το γραφτό μου

λες και ό,τι άλλο είναι ένας ταπεινός αντιπερισπασμός

έτσι, για να περάσει η ώρα

γιατί εγώ απλώς καιροφυλακτώ

κάθομαι και περιμένω

μέχρι να έρθει ο αέρας να με πάρει

φροντίζω τη λαχτάρα μόνη μου και λαχταρώ την απουσία μου

για να σου λείπω, τα βάζω κάτω

και λαχταρώ να ακούω τον εαυτό μου να μιλάει

για μένα, μια αποκομμένη οπτική

φιριναρισμένη, επιτηδευμένη

με όλον τον αυθορμητισμό στην επιτήδευση αυτή

σε τέτοιους ανθρώπους λοιπόν σαν εμένα

κι άλλωστε και σαν εσένα το βλέπεις

όλα μεταξύ τους συνυπολογίζονται και ετεροκαθορίζονται 

και αλληλοαναιρούνται

τόσο συνδεδεμένα μεταξύ τους σε μια αυθαίρετη

σφιχτή εσωτερική λογική που

χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης

όλα τα κάνουμε δικά μας

όλα για μας προσφέρονται

είτε τα ενστερνιστούμε είτε τα απορρίψουμε,

ακόμα και τότε είναι πιο δικά μας

γιατί με τόση ευκολία τα απορρίπτουμε σε μια παλλιροιώδη ταχύτητα

οι φυγάδες

και όλοι θα μας κρατήσουν υπόλογους

και θα πρέπει να αποκαλύψουμε ότι στην πραγματικότητα δεν ξέραμε

και τόσο

βαθειά

και τότε θα παραδεχτούμε αναγκαστική υποχώρηση

 

τότε ακούμπησέ με μαλακά κάτω

να καλοδεχτώ αυτή τη σκέψη, αυτή τη διαμάχη

να τη ρεφινάρω και να βρω την απάντηση που

καθολικά και αμετάκλητα

σε αποστομώνει και καθολικά και αμετάκλητα

περικλείει όλες μου τις αρχές και παρατηρήσεις

το εκλεπτυσμένο μου γούστο, τις προοδευτικές ιδέες μου

και μετά

αφού ξυπνήσω από τον πυρετό

θα ψάχνω πάλι να ανασυνταχτώ

γιατί δεν αντέχω τον κλονισμό που μου προκαλεί

η αμφισβήτηση της αυθεντικής μου οπτικής, στην πραγματικότητα

σε θέλησα μέχρι που μου έδωσες το ερέθισμα

να πω το δικό μου και αποφεύγω

να μαθαίνω από τους ανθρώπους

θέλω να προλαβαίνω το ερώτημά τους

και να ξέρω από πριν όλες τις απαντήσεις

και αυτό σημαίνει σκάβω ένα άγνωστο υλικό

 

 

 

είμαι η άκου

άσε με να σου φέρω τα δώρα σου

μια γλυκιά μικρή εράστρια

πώς είναι να ξέρεις ότι σε σκέφτομαι;

(σε γνώριζα, καθώς κοιμόμουν, κοιμόμασταν

με ατάκες απόδρασης έτοιμες στο στόμα μου

και τα ηνία όλης της ικανοποίησης του κόσμου

στα χέρια σου

έχω κάψει τρύπες εκεί που πας προσεκτικά,

έχω ξαναπερπατήσει, ψάχνοντας την αλήθεια στο παρελθόν

πάνω που νομίζεις ότι θα πέσεις μέσα, σε λατρεύω

από το περιθώριο

 

σε θέλησα μέχρι να με καθρεφτίσεις

σε αυτήν την ευάλωτη στιγμή, αυτό το απρόσεκτο βήμα,

αυτήν την γκάφα

παίρνω μικροδόσεις νοσταλγίας

είναι να έχεις όρεξη για δουλειά

έχω όρεξη για δουλειά

δεν θέλω να ξεκουραστώ, θέλω να δουλέψω σκληρά

θέλω να εργαστώ, ανυπομονώ να παράξω

να είμαι παραγωγική στη δουλειά μου

ανυπομονώ να δουλεύω παραγωγικά και ύστερα

να κάνω τον απολογισμό και να αποδεικνύεται

βάσει δεδομένων και διαγραμμάτων

γραφημάτων

ακριβώς πόσο παραγωγική υπήρξα

ούτε μια κοιλιά δεν θα υπάρχει στο γράφημα του ετήσιου απολογισμού

της παραγωγικότητας της εργασίας μου

 

μέσα στον πανικό, δεν βλέπω τους μονόλιθους

πάντα ξεχνούσα πράγματα

μια γεύση ή ένας θόρυβος χρωματίζει το ένστικτο

και αυτήν τη στιγμή κάτι συγκεκριμένο ήθελα να πω αλλά τώρα πάει,

το ξέχασα

περνάω τη μέρα όρθια και βλέπω όνειρα

πρέπει να μιλάω γρήγορα για να μην τα ξεχάσω

ή πιο δυνατά για να μην τα ξεχνάνε οι άλλοι

να μην ξεχνιέμαι

πάντα βέβαια ξέχναγα, λέει, διάφορα σημαντικά γεγονότα

αλλά εγώ αμετάπειστη, νομίζω ότι τα ξέρω όλα και

τα διαισθάνομαι όλα

και μπορώ να τα προβλέψω όλα

και μετά μου αναφέρει κάτι που έγινε πριν χρόνια και δεν είχα ιδέα

πολλά πράγματα τα βλέπω στον ύπνο μου

χρόνια πριν ή χρόνια μετά

και αμέσως τα ξεχνάω και αυτά τα όνειρα

θυμάμαι τώρα το φουφουνάκι ένα καΐκι στο λιμάνι

θυμάμαι ένα μπλε φόρεμα

που μου είπε ότι ήταν το αρραβωνιαστικό της, αλλά

θυμόμουν λάθος

και τώρα θα το φοράω εγώ

τώρα που το έπλυνε και μου το έβαλε στη βαλίτσα

προσπαθώ να θυμηθώ ό,τι έχω αφήσει εδώ κι εκεί

πράγματα πράγματα

για αυτό κουβαλάω συνέχεια ένα κάρο μαζί μου

μην τυχόν και μου χρειαστούν

σκέφτηκα πρόσφατα ότι κι εσύ

έχεις μια στενή σύνδεση με τα πράγματα γιατί

ποτέ δεν πετάς τίποτα

και ανησυχώ λίγο

μην καταντήσεις αποθησαυριστής

κάνεις θησαυρούς όλα τα πράγματα

τα ξυλάκια από τα παγωτά δίπλα στο κρεβάτι

λιωμένα χαρτιά, κέρματα, χνούδια από τις τσέπες σου 

τίποτα από αυτά δεν σκέφτεσαι ποτέ να πετάξεις

ούτε το μονό παπούτσι

κι ας μη θες ούτε ξυπόλητος να κυκλοφορείς

 

κατεβαίνεις τη σκάλα, κατεβαίνεις κατεβαίνεις τα σκαλιά

σου φτιάχνουν ένα ποτό

όλοι οι κύριοι φοράνε τα καπέλα τους μέσα στο σαλόνι

και η ορχήστρα παίζει μουσική παρέλασης

και πάλι όλοι αποσύρονται στις άκρες της αίθουσας

αν είναι να αγγιχθούν

αν και τα βλέμματα ανταλλάσσονται στα ανοιχτά

και το θέαμα προσφέρεται σε όλους

προσπάθησες μετά

να βάλεις τα όριά σου με σαφήνεια, σύνεση, λογική

 

τα κατάμαυρα μάτια σου

μαύρα μάτια θα κάνεις

θα κάνεις είπες παρέα με τον εαυτό σου,

και χειρίστηκες με χάρη την συγκατάβασή μου

προτιμάς να ψάξεις το καινούργιο πράγμα

το εκ νέου ακατονόμαστο, αδιαίρετο

σε ένα άγραφο χαρτί

και λαχταρώ βεβαια την απουσία μου αλλά,

πέρα από το ότι θα σε καταπιούν

οι θησαυροί σου

φοβάμαι λίγο μη γίνεις κι εσύ αγριάνθρωπος και

επίτηδες σε φαντάζομαι πολλές φορές με άλλες 

γιατί μου φαίνεται ρομαντική αυτή η σκέψη

γιατί το ρομάντζο μου σε κάνει κι εσένα ρομαντικό

και αξιολάτρευτο

μόνο μέσα στα πάντα

 

ευάλωτο πρωταγωνιστή

bottom of page